Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιοσύνη
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρατος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμας
ἀκερσεκόμης
View word page
ἀκεραιότης
freshness
ShortDef
freshness
Debugging
Headword:
ἀκεραιότης
Headword (normalized):
ἀκεραιότης
Headword (normalized/stripped):
ακεραιοτης
IDX:
2719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2720
Key:
Data
{'content': 'freshness'}