Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
ἀγάνωτος
ἀγάομαι
View word page
ἀγάννιφος
much snowed on, snow-capt
ShortDef
much snowed on, snow-capt
Debugging
Headword:
ἀγάννιφος
Headword (normalized):
ἀγάννιφος
Headword (normalized/stripped):
αγαννιφος
IDX:
271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-272
Key:
Data
{'content': 'much snowed on, snow-capt'}