Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκθεμα
ἐκθεματίζω
ἐκθεολογέω
ἐκθεόω
ἐκθεραπεύω
ἐκθερίζω
ἐκθερμαίνω
ἐκθερμαντέον
ἔκθερμος
ἐκθεσία
ἐκθέσιμος
ἔκθεσις
ἔκθεσμος
ἐκθετέον
ἐκθέτης
ἐκθετικός
ἔκθετος
ἐκθέω
ἐκθέωσις
ἐκθεωτικός
ἐκθηλάζω
View word page
ἐκθέσιμος
exposed

ShortDef

exposed

Debugging

Headword:
ἐκθέσιμος
Headword (normalized):
ἐκθέσιμος
Headword (normalized/stripped):
εκθεσιμος
IDX:
27171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27172
Key:

Data

{'content': 'exposed'}