Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιοσύνη
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρατος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
View word page
ἀκεραιόομαι
to be ἀκέραιος
ShortDef
to be ἀκέραιος
Debugging
Headword:
ἀκεραιόομαι
Headword (normalized):
ἀκεραιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ακεραιοομαι
IDX:
2716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2717
Key:
Data
{'content': 'to be ἀκέραιος'}