Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκθειάζω
ἐκθειασμός
ἐκθειόω
ἐκθειόω2
ἔκθεμα
ἐκθεματίζω
ἐκθεολογέω
ἐκθεόω
ἐκθεραπεύω
ἐκθερίζω
ἐκθερμαίνω
ἐκθερμαντέον
ἔκθερμος
ἐκθεσία
ἐκθέσιμος
ἔκθεσις
ἔκθεσμος
ἐκθετέον
ἐκθέτης
ἐκθετικός
ἔκθετος
View word page
ἐκθερμαίνω
warm thoroughly

ShortDef

warm thoroughly

Debugging

Headword:
ἐκθερμαίνω
Headword (normalized):
ἐκθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
εκθερμαινω
IDX:
27167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27168
Key:

Data

{'content': 'warm thoroughly'}