Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιοσύνη
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρατος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
View word page
ἀκεόντως
noiselessly
ShortDef
noiselessly
Debugging
Headword:
ἀκεόντως
Headword (normalized):
ἀκεόντως
Headword (normalized/stripped):
ακεοντως
IDX:
2715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2716
Key:
Data
{'content': 'noiselessly'}