Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιοσύνη
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρατος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
View word page
ἀκέομαι
to heal, cure

ShortDef

to heal, cure

Debugging

Headword:
ἀκέομαι
Headword (normalized):
ἀκέομαι
Headword (normalized/stripped):
ακεομαι
IDX:
2714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2715
Key:

Data

{'content': 'to heal, cure'}