Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκηβολίη
ἑκηβόλος
ἑκηλία
ἕκηλος
ἕκητι
ἐκθαλαττόομαι
ἐκθάλλω
ἐκθάλπω
ἐκθαμβέω
ἐκθάμβησις
ἐκθαμβητικός
ἔκθαμβος
ἐκθαμνίζω
ἐκθαμνόομαι
ἐκθάπτω
ἐκθαρρέω
ἐκθάρρησις
ἐκθάρσημα
ἐκθεάομαι
ἐκθεατρίζω
ἐκθειάζω
View word page
ἐκθαμβητικός
astonishing

ShortDef

astonishing

Debugging

Headword:
ἐκθαμβητικός
Headword (normalized):
ἐκθαμβητικός
Headword (normalized/stripped):
εκθαμβητικος
IDX:
27147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27148
Key:

Data

{'content': 'astonishing'}