Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιοσύνη
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρατος
View word page
ἀκέντριστος
stingless
ShortDef
stingless
Debugging
Headword:
ἀκέντριστος
Headword (normalized):
ἀκέντριστος
Headword (normalized/stripped):
ακεντριστος
IDX:
2711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2712
Key:
Data
{'content': 'stingless'}