Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
ἀγάνωτος
View word page
ἀγανακτητός
irritating
ShortDef
irritating
Debugging
Headword:
ἀγανακτητός
Headword (normalized):
ἀγανακτητός
Headword (normalized/stripped):
αγανακτητος
IDX:
270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-271
Key:
Data
{'content': 'irritating'}