Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκαυστος
ἀκαυστόω
ἀκαυτηρίαστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιοσύνη
View word page
ἀκενόδοξος
without vain conceit

ShortDef

without vain conceit

Debugging

Headword:
ἀκενόδοξος
Headword (normalized):
ἀκενόδοξος
Headword (normalized/stripped):
ακενοδοξος
IDX:
2708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2709
Key:

Data

{'content': 'without vain conceit'}