Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκδιοικήσιμος
ἐκδιοίκησις
ἐκδιορύσσω
ἐκδιφάω
ἐκδιφρεύω
ἐκδιψάω
ἔκδιψος
ἐκδιωκτέον
ἐκδιώκω
ἐκδίωξις
ἐκδοκιμάζω
ἐκδονέω
ἐκδορά
ἐκδόριος
ἐκδόσιμος
ἔκδοσις
ἐκδοτέον
ἐκδοτέος
ἐκδότης
ἐκδότις
ἔκδοτος
View word page
ἐκδοκιμάζω
test thoroughly
ShortDef
test thoroughly
Debugging
Headword:
ἐκδοκιμάζω
Headword (normalized):
ἐκδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
εκδοκιμαζω
IDX:
27082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27083
Key:
Data
{'content': 'test thoroughly'}