Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκαυλος
ἄκαυστος
ἀκαυστόω
ἀκαυτηρίαστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
ἀκεόντως
ἀκεραιόομαι
ἀκέραιος
View word page
ἀκέλυφος
without husk

ShortDef

without husk

Debugging

Headword:
ἀκέλυφος
Headword (normalized):
ἀκέλυφος
Headword (normalized/stripped):
ακελυφος
IDX:
2707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2708
Key:

Data

{'content': 'without husk'}