Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἐκδικητής
ἐκδικητικός
ἐκδικία
ἔκδικος
ἐκδικόφως
ἐκδιοικέω
ἐκδιοικήσιμος
ἐκδιοίκησις
ἐκδιορύσσω
ἐκδιφάω
ἐκδιφρεύω
ἐκδιψάω
ἔκδιψος
ἐκδιωκτέον
View word page
ἔκδικος
without law, lawless, unjust

ShortDef

without law, lawless, unjust

Debugging

Headword:
ἔκδικος
Headword (normalized):
ἔκδικος
Headword (normalized/stripped):
εκδικος
IDX:
27069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27070
Key:

Data

{'content': 'without law, lawless, unjust'}