Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἐκδικητής
ἐκδικητικός
ἐκδικία
ἔκδικος
ἐκδικόφως
ἐκδιοικέω
ἐκδιοικήσιμος
ἐκδιοίκησις
ἐκδιορύσσω
View word page
ἐκδικέω
to avenge, punish

ShortDef

to avenge, punish

Debugging

Headword:
ἐκδικέω
Headword (normalized):
ἐκδικέω
Headword (normalized/stripped):
εκδικεω
IDX:
27064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27065
Key:

Data

{'content': 'to avenge, punish'}