Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἐκδικητής
ἐκδικητικός
ἐκδικία
ἔκδικος
ἐκδικόφως
ἐκδιοικέω
ἐκδιοικήσιμος
View word page
ἐκδικαιόομαι
avenge, punish; conduct legal proceedings

ShortDef

avenge, punish; conduct legal proceedings

Debugging

Headword:
ἐκδικαιόομαι
Headword (normalized):
ἐκδικαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκδικαιοομαι
IDX:
27062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27063
Key:

Data

{'content': 'avenge, punish; conduct legal proceedings'}