Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκδιαφορέω
ἐκδιαφόρησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἐκδικητής
ἐκδικητικός
ἐκδικία
ἔκδικος
ἐκδικόφως
View word page
ἐκδιίσταμαι
to be distinct, separate

ShortDef

to be distinct, separate

Debugging

Headword:
ἐκδιίσταμαι
Headword (normalized):
ἐκδιίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
εκδιισταμαι
IDX:
27060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27061
Key:

Data

{'content': 'to be distinct, separate'}