Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδιαπρίζω
ἐκδιαφορέω
ἐκδιαφόρησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἐκδικητής
ἐκδικητικός
View word page
ἐκδιέρχομαι
pass through, endure

ShortDef

pass through, endure

Debugging

Headword:
ἐκδιέρχομαι
Headword (normalized):
ἐκδιέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
εκδιερχομαι
IDX:
27057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27058
Key:

Data

{'content': 'pass through, endure'}