Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκδημοσιεύω
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδιαπρίζω
ἐκδιαφορέω
ἐκδιαφόρησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
View word page
ἐκδιδύσκω
strip, despoil

ShortDef

strip, despoil

Debugging

Headword:
ἐκδιδύσκω
Headword (normalized):
ἐκδιδύσκω
Headword (normalized/stripped):
εκδιδυσκω
IDX:
27055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27056
Key:

Data

{'content': 'strip, despoil'}