Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκδημος
ἐκδημοσιεύω
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδιαπρίζω
ἐκδιαφορέω
ἐκδιαφόρησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικαστής
ἐκδικέω
View word page
ἐκδιδράσκω
to run out from, run away, escape

ShortDef

to run out from, run away, escape

Debugging

Headword:
ἐκδιδράσκω
Headword (normalized):
ἐκδιδράσκω
Headword (normalized/stripped):
εκδιδρασκω
IDX:
27054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27055
Key:

Data

{'content': 'to run out from, run away, escape'}