Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκδημία
ἔκδημος
ἐκδημοσιεύω
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδιαπρίζω
ἐκδιαφορέω
ἐκδιαφόρησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικαστής
View word page
ἐκδιδάσκω
to teach thoroughly

ShortDef

to teach thoroughly

Debugging

Headword:
ἐκδιδάσκω
Headword (normalized):
ἐκδιδάσκω
Headword (normalized/stripped):
εκδιδασκω
IDX:
27053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27054
Key:

Data

{'content': 'to teach thoroughly'}