Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκδηλόω
ἐκδημαγωγέω
ἐκδημέω
ἐκδημητικός
ἐκδημία
ἔκδημος
ἐκδημοσιεύω
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδιαπρίζω
ἐκδιαφορέω
ἐκδιαφόρησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
View word page
ἐκδιαπρίζω
saw off
ShortDef
saw off
Debugging
Headword:
ἐκδιαπρίζω
Headword (normalized):
ἐκδιαπρίζω
Headword (normalized/stripped):
εκδιαπριζω
IDX:
27049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27050
Key:
Data
{'content': 'saw off'}