Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκατος
ἀκατούλωτος
ἀκάττυτος
ἄκαυλος
ἄκαυστος
ἀκαυστόω
ἀκαυτηρίαστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
ἀκέομαι
View word page
ἀκειρεκόμας
with unshorn hair

ShortDef

with unshorn hair

Debugging

Headword:
ἀκειρεκόμας
Headword (normalized):
ἀκειρεκόμας
Headword (normalized/stripped):
ακειρεκομας
IDX:
2704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2705
Key:

Data

{'content': 'with unshorn hair'}