Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκάτοπτος
ἄκατος
ἀκατούλωτος
ἀκάττυτος
ἄκαυλος
ἄκαυστος
ἀκαυστόω
ἀκαυτηρίαστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
ἀκεντρότης
View word page
ἀκείομαι
remedy
ShortDef
remedy
Debugging
Headword:
ἀκείομαι
Headword (normalized):
ἀκείομαι
Headword (normalized/stripped):
ακειομαι
IDX:
2703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2704
Key:
Data
{'content': 'remedy'}