Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκατόπτευτος
ἀκάτοπτος
ἄκατος
ἀκατούλωτος
ἀκάττυτος
ἄκαυλος
ἄκαυστος
ἀκαυστόω
ἀκαυτηρίαστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
ἀκέντριστος
ἄκεντρος
View word page
ἀκαχμένος
sharpened

ShortDef

sharpened

Debugging

Headword:
ἀκαχμένος
Headword (normalized):
ἀκαχμένος
Headword (normalized/stripped):
ακαχμενος
IDX:
2702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2703
Key:

Data

{'content': 'sharpened'}