Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκδανείζω
ἐκδάνεισις
ἐκδανεισμός
ἐκδανειστής
ἐκδανειστικός
ἐκδαπανάω
ἔκδαρμα
ἐκδαρτικός
ἐκδασύνομαι
ἐκδάω
ἐκδεδιητημένως
ἐκδεής
ἔκδεια
ἐκδείκνυμι
ἐκδεινόω
ἐκδειπνέω
ἐκδεκατεύω
ἐκδεκτέον
ἐκδέκτωρ
ἐκδεξιάζομαι
ἔκδεξις
View word page
ἐκδεδιητημένως
luxuriously

ShortDef

luxuriously

Debugging

Headword:
ἐκδεδιητημένως
Headword (normalized):
ἐκδεδιητημένως
Headword (normalized/stripped):
εκδεδιητημενως
IDX:
27018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27019
Key:

Data

{'content': 'luxuriously'}