Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκδᾳδόομαι
ἐκδακρύω
ἐκδανείζω
ἐκδάνεισις
ἐκδανεισμός
ἐκδανειστής
ἐκδανειστικός
ἐκδαπανάω
ἔκδαρμα
ἐκδαρτικός
ἐκδασύνομαι
ἐκδάω
ἐκδεδιητημένως
ἐκδεής
ἔκδεια
ἐκδείκνυμι
ἐκδεινόω
ἐκδειπνέω
ἐκδεκατεύω
ἐκδεκτέον
ἐκδέκτωρ
View word page
ἐκδασύνομαι
become hairy
ShortDef
become hairy
Debugging
Headword:
ἐκδασύνομαι
Headword (normalized):
ἐκδασύνομαι
Headword (normalized/stripped):
εκδασυνομαι
IDX:
27016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27017
Key:
Data
{'content': 'become hairy'}