Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκατίς
ἀκατονόμαστος
ἀκατόπτευτος
ἀκάτοπτος
ἄκατος
ἀκατούλωτος
ἀκάττυτος
ἄκαυλος
ἄκαυστος
ἀκαυστόω
ἀκαυτηρίαστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
View word page
ἀκαυτηρίαστος
not branded
ShortDef
not branded
Debugging
Headword:
ἀκαυτηρίαστος
Headword (normalized):
ἀκαυτηρίαστος
Headword (normalized/stripped):
ακαυτηριαστος
IDX:
2700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2701
Key:
Data
{'content': 'not branded'}