Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
View word page
ἀγανακτητικός
irritable
ShortDef
irritable
Debugging
Headword:
ἀγανακτητικός
Headword (normalized):
ἀγανακτητικός
Headword (normalized/stripped):
αγανακτητικος
IDX:
269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-270
Key:
Data
{'content': 'irritable'}