Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκγαυρόομαι
ἐκγείνασθαι
ἐκγελάω
ἔκγελως
ἐκγενέτης
ἐκγεννάω
ἐκγέννημα
ἐκγιγαρτίζω
ἐκγίγνομαι
ἐκγίνομαι
ἐκγλευκίζομαι
ἐκγλισχραίνω
ἐκγλυκαίνομαι
ἐκγλυφή
ἐκγλύφω
ἐκγοητεύω
ἔκγονος
ἐκγραφή
ἐκγράφω
ἐκγρυτεύω
ἐκγυμνάζω
View word page
ἐκγλευκίζομαι
cease fermenting

ShortDef

cease fermenting

Debugging

Headword:
ἐκγλευκίζομαι
Headword (normalized):
ἐκγλευκίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εκγλευκιζομαι
IDX:
26994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26995
Key:

Data

{'content': 'cease fermenting'}