Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκβύρσωμα
ἐκγαλακτόω
ἐκγαληνίζω
ἐκγαμέομαι
ἐκγαμίζω
ἐκγαμιστής
ἐκγαυρόομαι
ἐκγείνασθαι
ἐκγελάω
ἔκγελως
ἐκγενέτης
ἐκγεννάω
ἐκγέννημα
ἐκγιγαρτίζω
ἐκγίγνομαι
ἐκγίνομαι
ἐκγλευκίζομαι
ἐκγλισχραίνω
ἐκγλυκαίνομαι
ἐκγλυφή
ἐκγλύφω
View word page
ἐκγενέτης
descendant
ShortDef
descendant
Debugging
Headword:
ἐκγενέτης
Headword (normalized):
ἐκγενέτης
Headword (normalized/stripped):
εκγενετης
IDX:
26988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26989
Key:
Data
{'content': 'descendant'}