Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβυρσόω
ἐκβύρσωμα
ἐκγαλακτόω
ἐκγαληνίζω
ἐκγαμέομαι
ἐκγαμίζω
ἐκγαμιστής
ἐκγαυρόομαι
ἐκγείνασθαι
ἐκγελάω
ἔκγελως
ἐκγενέτης
ἐκγεννάω
ἐκγέννημα
ἐκγιγαρτίζω
ἐκγίγνομαι
ἐκγίνομαι
ἐκγλευκίζομαι
ἐκγλισχραίνω
ἐκγλυκαίνομαι
ἐκγλυφή
View word page
ἔκγελως
loud laughter

ShortDef

loud laughter

Debugging

Headword:
ἔκγελως
Headword (normalized):
ἔκγελως
Headword (normalized/stripped):
εκγελως
IDX:
26987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26988
Key:

Data

{'content': 'loud laughter'}