Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκατηγόρητος
ἀκατήχητος
ἀκάτιον
ἀκατίς
ἀκατονόμαστος
ἀκατόπτευτος
ἀκάτοπτος
ἄκατος
ἀκατούλωτος
ἀκάττυτος
ἄκαυλος
ἄκαυστος
ἀκαυστόω
ἀκαυτηρίαστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
ἀκέλευστος
ἀκέλυφος
View word page
ἄκαυλος
without stalk

ShortDef

without stalk

Debugging

Headword:
ἄκαυλος
Headword (normalized):
ἄκαυλος
Headword (normalized/stripped):
ακαυλος
IDX:
2697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2698
Key:

Data

{'content': 'without stalk'}