Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβράζω
ἔκβρασις
ἔκβρασμα
ἐκβρασμός
ἐκβρεκτέον
ἐκβρέχω
ἐκβροντάω
ἐκβρυχάομαι
ἔκβρωμα
ἐκβυθίζομαι
ἐκβυρσεύω
ἐκβυρσόω
ἐκβύρσωμα
ἐκγαλακτόω
ἐκγαληνίζω
ἐκγαμέομαι
ἐκγαμίζω
ἐκγαμιστής
ἐκγαυρόομαι
ἐκγείνασθαι
ἐκγελάω
View word page
ἐκβυρσεύω
flay

ShortDef

flay

Debugging

Headword:
ἐκβυρσεύω
Headword (normalized):
ἐκβυρσεύω
Headword (normalized/stripped):
εκβυρσευω
IDX:
26976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26977
Key:

Data

{'content': 'flay'}