Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκατέργαστος
ἀκατεύναστος
ἀκατηγόρητος
ἀκατήχητος
ἀκάτιον
ἀκατίς
ἀκατονόμαστος
ἀκατόπτευτος
ἀκάτοπτος
ἄκατος
ἀκατούλωτος
ἀκάττυτος
ἄκαυλος
ἄκαυστος
ἀκαυστόω
ἀκαυτηρίαστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκείομαι
ἀκειρεκόμας
ἀκέλευθος
View word page
ἀκατούλωτος
not scarred over

ShortDef

not scarred over

Debugging

Headword:
ἀκατούλωτος
Headword (normalized):
ἀκατούλωτος
Headword (normalized/stripped):
ακατουλωτος
IDX:
2695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2696
Key:

Data

{'content': 'not scarred over'}