Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
ἔκβιος
ἐκβιόω
ἐκβλαστάνω
ἐκβλάστημα
ἐκβλάστησις
ἐκβλέπω
ἐκβλήσιμος
ἐκβλητέον
ἐκβλητέος
ἐκβλητικός
ἔκβλητος
ἐκβλύζω
ἔκβλυσμα
ἐκβλώσκω
ἐκβοάω
ἐκβοήθεια
View word page
ἐκβλέπω
look
ShortDef
look
Debugging
Headword:
ἐκβλέπω
Headword (normalized):
ἐκβλέπω
Headword (normalized/stripped):
εκβλεπω
IDX:
26941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26942
Key:
Data
{'content': 'look'}