Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
ἔκβιος
ἐκβιόω
ἐκβλαστάνω
ἐκβλάστημα
ἐκβλάστησις
ἐκβλέπω
ἐκβλήσιμος
ἐκβλητέον
ἐκβλητέος
ἐκβλητικός
ἔκβλητος
ἐκβλύζω
ἔκβλυσμα
ἐκβλώσκω
ἐκβοάω
View word page
ἐκβλάστησις
shooting, budding

ShortDef

shooting, budding

Debugging

Headword:
ἐκβλάστησις
Headword (normalized):
ἐκβλάστησις
Headword (normalized/stripped):
εκβλαστησις
IDX:
26940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26941
Key:

Data

{'content': 'shooting, budding'}