Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβιαστής
ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
ἔκβιος
ἐκβιόω
ἐκβλαστάνω
ἐκβλάστημα
ἐκβλάστησις
ἐκβλέπω
ἐκβλήσιμος
ἐκβλητέον
ἐκβλητέος
ἐκβλητικός
ἔκβλητος
ἐκβλύζω
ἔκβλυσμα
ἐκβλώσκω
View word page
ἐκβλάστημα
new shoot, sprout

ShortDef

new shoot, sprout

Debugging

Headword:
ἐκβλάστημα
Headword (normalized):
ἐκβλάστημα
Headword (normalized/stripped):
εκβλαστημα
IDX:
26939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26940
Key:

Data

{'content': 'new shoot, sprout'}