Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβιάζω
ἐκβιαστής
ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
ἔκβιος
ἐκβιόω
ἐκβλαστάνω
ἐκβλάστημα
ἐκβλάστησις
ἐκβλέπω
ἐκβλήσιμος
ἐκβλητέον
ἐκβλητέος
ἐκβλητικός
ἔκβλητος
ἐκβλύζω
ἔκβλυσμα
View word page
ἐκβλαστάνω
to sprout out

ShortDef

to sprout out

Debugging

Headword:
ἐκβλαστάνω
Headword (normalized):
ἐκβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
εκβλαστανω
IDX:
26938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26939
Key:

Data

{'content': 'to sprout out'}