Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβατός
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβεβαίωσις
ἐκβεβηλόω
ἐκβήσσω
ἐκβιάζω
ἐκβιαστής
ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
ἔκβιος
ἐκβιόω
ἐκβλαστάνω
ἐκβλάστημα
ἐκβλάστησις
ἐκβλέπω
ἐκβλήσιμος
ἐκβλητέον
View word page
ἐκβιβαστής
one who executes

ShortDef

one who executes

Debugging

Headword:
ἐκβιβαστής
Headword (normalized):
ἐκβιβαστής
Headword (normalized/stripped):
εκβιβαστης
IDX:
26933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26934
Key:

Data

{'content': 'one who executes'}