Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκβατήριος
ἐκβατός
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβεβαίωσις
ἐκβεβηλόω
ἐκβήσσω
ἐκβιάζω
ἐκβιαστής
ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
ἔκβιος
ἐκβιόω
ἐκβλαστάνω
ἐκβλάστημα
ἐκβλάστησις
ἐκβλέπω
ἐκβλήσιμος
View word page
ἐκβιβασμός
execution
ShortDef
execution
Debugging
Headword:
ἐκβιβασμός
Headword (normalized):
ἐκβιβασμός
Headword (normalized/stripped):
εκβιβασμος
IDX:
26932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26933
Key:
Data
{'content': 'execution'}