Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβασανίζω
ἐκβασιλίζομαι
ἐκβάσιος
ἔκβασις
ἐκβασμίδωσις
Ἐκβάτανα
ἐκβατήριος
ἐκβατός
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβεβαίωσις
ἐκβεβηλόω
ἐκβήσσω
ἐκβιάζω
ἐκβιαστής
ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
ἔκβιος
View word page
ἐκβεβηλόω
profane

ShortDef

profane

Debugging

Headword:
ἐκβεβηλόω
Headword (normalized):
ἐκβεβηλόω
Headword (normalized/stripped):
εκβεβηλοω
IDX:
26926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26927
Key:

Data

{'content': 'profane'}