Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβαρβάρωσις
ἐκβασανίζω
ἐκβασιλίζομαι
ἐκβάσιος
ἔκβασις
ἐκβασμίδωσις
Ἐκβάτανα
ἐκβατήριος
ἐκβατός
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβεβαίωσις
ἐκβεβηλόω
ἐκβήσσω
ἐκβιάζω
ἐκβιαστής
ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
View word page
ἐκβεβαίωσις
confirmation

ShortDef

confirmation

Debugging

Headword:
ἐκβεβαίωσις
Headword (normalized):
ἐκβεβαίωσις
Headword (normalized/stripped):
εκβεβαιωσις
IDX:
26925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26926
Key:

Data

{'content': 'confirmation'}