Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκβαρβαρόω
ἐκβαρβάρωσις
ἐκβασανίζω
ἐκβασιλίζομαι
ἐκβάσιος
ἔκβασις
ἐκβασμίδωσις
Ἐκβάτανα
ἐκβατήριος
ἐκβατός
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβεβαίωσις
ἐκβεβηλόω
ἐκβήσσω
ἐκβιάζω
ἐκβιαστής
ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
View word page
ἐκβεβαιόομαι
confirm, establish

ShortDef

confirm, establish

Debugging

Headword:
ἐκβεβαιόομαι
Headword (normalized):
ἐκβεβαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκβεβαιοομαι
IDX:
26924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26925
Key:

Data

{'content': 'confirm, establish'}