Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατόστυλος
ἑκατοστύς
ἑκατόφυλλον
ἐκβάζω
ἐκβαίνω
ἐκβάκχευσις
ἐκβακχεύω
ἐκβάλλω
ἐκβαρβαρόω
ἐκβαρβάρωσις
ἐκβασανίζω
ἐκβασιλίζομαι
ἐκβάσιος
ἔκβασις
ἐκβασμίδωσις
Ἐκβάτανα
ἐκβατήριος
ἐκβατός
ἐκβεβαιόομαι
View word page
ἐκβαρβαρόω
make quite barbarous

ShortDef

make quite barbarous

Debugging

Headword:
ἐκβαρβαρόω
Headword (normalized):
ἐκβαρβαρόω
Headword (normalized/stripped):
εκβαρβαροω
IDX:
26914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26915
Key:

Data

{'content': 'make quite barbarous'}