Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑκατοστοεικοστός
ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατόστυλος
ἑκατοστύς
ἑκατόφυλλον
ἐκβάζω
ἐκβαίνω
ἐκβάκχευσις
ἐκβακχεύω
ἐκβάλλω
ἐκβαρβαρόω
ἐκβαρβάρωσις
ἐκβασανίζω
ἐκβασιλίζομαι
ἐκβάσιος
ἔκβασις
ἐκβασμίδωσις
Ἐκβάτανα
ἐκβατήριος
ἐκβατός
View word page
ἐκβάλλω
to throw
ShortDef
to throw
Debugging
Headword:
ἐκβάλλω
Headword (normalized):
ἐκβάλλω
Headword (normalized/stripped):
εκβαλλω
IDX:
26913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26914
Key:
Data
{'content': 'to throw'}