Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκατοντάς
ἑκατοντάστυλος
ἑκατοντάφυλλος
ἑκατοντάχοος
ἑκατοντέριφον
ἑκατοντόργυιος
ἑκατόντορος
ἕκατος
ἑκατοστεύω
ἑκατοστήριος
ἑκατοστιαῖος
ἑκατοστοεικοστόγδοον
ἑκατοστοεικοστός
ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατόστυλος
ἑκατοστύς
ἑκατόφυλλον
ἐκβάζω
ἐκβαίνω
ἐκβάκχευσις
View word page
ἑκατοστιαῖος
(interest) of 1% (monthly)

ShortDef

(interest) of 1% (monthly)

Debugging

Headword:
ἑκατοστιαῖος
Headword (normalized):
ἑκατοστιαῖος
Headword (normalized/stripped):
εκατοστιαιος
IDX:
26901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26902
Key:

Data

{'content': '(interest) of 1% (monthly)'}