Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκατόμβα
ἑκατόμβαιος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβιος
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπηχυς
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατομφόνια
ἑκατόν
ἑκατονδεκάρουρος
ἑκατονστάτηρον
ἑκατοντάβιβλος
ἑκατονταγράμματος
ἑκατονταδόχος
ἑκατοντάδραχμος
ἑκατονταεβδομήκονταπλασίων
ἑκατονταετηρίς
View word page
ἑκατόμπυλος
hundred-gated

ShortDef

hundred-gated

Debugging

Headword:
ἑκατόμπυλος
Headword (normalized):
ἑκατόμπυλος
Headword (normalized/stripped):
εκατομπυλος
IDX:
26857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26858
Key:

Data

{'content': 'hundred-gated'}