Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκατογκέφαλος
ἑκατόγκρανος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβα
ἑκατόμβαιος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβιος
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπηχυς
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατομφόνια
ἑκατόν
ἑκατονδεκάρουρος
ἑκατονστάτηρον
ἑκατοντάβιβλος
ἑκατονταγράμματος
View word page
ἑκατόμπεδος
measuring a hundred feet

ShortDef

measuring a hundred feet

Debugging

Headword:
ἑκατόμπεδος
Headword (normalized):
ἑκατόμπεδος
Headword (normalized/stripped):
εκατομπεδος
IDX:
26853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26854
Key:

Data

{'content': 'measuring a hundred feet'}