Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκατέρως
ἑκατέρωσε
Ἑκάτη
ἑκάτη
ἑκατηβόλος
Ἑκατήσιον
Ἑκατικός
ἑκατόγγυιος
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατογκέφαλος
ἑκατόγκρανος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβα
ἑκατόμβαιος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβιος
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
View word page
ἑκατογκέφαλος
hundred-headed

ShortDef

hundred-headed

Debugging

Headword:
ἑκατογκέφαλος
Headword (normalized):
ἑκατογκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
εκατογκεφαλος
IDX:
26843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26844
Key:

Data

{'content': 'hundred-headed'}